ἐλύτρων

ἐλύτρων
ἔλυτρον
couering
neut gen pl
ἐλυτρόω
cover
imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)
ἐλυτρόω
cover
imperf ind act 1st sg (doric aeolic)
λυτρόω
release on receipt of a ransom
imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)
λυτρόω
release on receipt of a ransom
imperf ind act 1st sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κικινδέλη — (Cicindela). Γένος της τάξης των κολεοπτέρων, τα είδη του οποίου είναι διαδεδομένα κυρίως στις τροπικές και υποτροπικές ζώνες. Υπάρχουν, ωστόσο, είδη που συχνάζουν σε εύκρατες περιοχές, όπου προτιμούν αμμώδη και προσηλιακά μέρη. Οι κ. έχουν… …   Dictionary of Greek

  • τριχοσμηγματικός — ή, ό, Ν ανατ. (για θύλακο τής τρίχας) αυτός που σχηματίζεται από το σύνολο τών ελύτρων και τών οργανιδίων τα οποία περιβάλλουν τη ρίζα τής τρίχας μέσα στο δέρμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”